μελίγληνος

μελίγληνος
μελίγληνος
soft-eyed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελίγληνος — μελίγληνος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. τρί γληνος] …   Dictionary of Greek

  • βοόγληνος — βοόγληνος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάτια, σαν του βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + γληνος < γλήνη, η «κόρη του ματιού» (πρβλ. μελίγληνος, πυρίγληνος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • μονόγληνος — και επικ. τ. μουνόγληνος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο οφθαλμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + γληνος (< γλήνη «κόρη οφθαλμού»), πρβλ. μελίγληνος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”